- πυρόεντα
- πυρόειςfieryneut nom/voc/acc plπυρόειςfierymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρόεντ' — πυρόεντα , πυρόεις fiery neut nom/voc/acc pl πυρόεντα , πυρόεις fiery masc acc sg πυρόεντι , πυρόεις fiery masc/neut dat sg πυρόεντε , πυρόεις fiery masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρόεις — εσσα, εν, Α 1. γεμάτος φωτιά, φλογώδης («πυρόεις ἀστήρ», Απολλ. Ρόδ.) 2. προσωνυμία θεοτήτων και, ιδίως, τού Άρεως, τού Διονύσου, τού Διός και τού Ηφαίστου 3. μτφ. α) φλογερός, ορμητικός (α. «πυρόεις κάπρος», Οππ. β. «πυρόεντα ὄμματα», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek